- δυσσεβέστατ'
- δυσσεβέστατα , δυσσεβήςungodlyadverbial superlδυσσεβέστατα , δυσσεβήςungodlyneut nom/voc/acc superl plδυσσεβέστατε , δυσσεβήςungodlymasc voc superl sgδυσσεβέσταται , δυσσεβήςungodlyfem nom/voc superl pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.